Ήταν ένας κτηνοτρόφοε και εξέτρεφε γουρούνια, αλλά τελευταία είχε ένα πρόβλημα. Τα γουρούνια δεν αναπαραγόντουσαν. Φώναξε τον κτηνίατρο, και αυτός του είπε να πάρει τα γουρούνια, να τα πάει στο βουνό και να τα γ@μήσει ένα-ένα. Μετά να τα ξαναπάει στην φάρμα και να τα παρατηρήσει το επόμενο πρωί. Αν τα γουρούνια ήταν στο γρασίδι, σήμαινε ότι όλα ήταν εντάξει. Αν όχι, θα έπρεπε να το ξανακάνει την επόμενη μέρα, μέχρι τα γουρούνια να μένουν στο γρασίδι.
Βάζει ο κτηνοτρόφος τα γουρούνια στο αγροτικό, τα πάει στο βουνό και τα γ@μάει ένα-ένα. Ξυπνάει το επόμενο πρωί και ρωτάει την γυναίκα του:
– Γυναίκα, που είναι τα γουρούνια; Στο γρασίδι ή στην λάσπη;
– Στην λάσπη, του λέει αυτή.
Απογοητευμένος αυτός τα ξαναβάζει στο αγροτικό, τα ξαναπάει στο βουνό, και τα ξαναγ@μάει ένα-ένα.
Αυτό συνεχιζόταν για πολλές μέρες και είχε αρχίσει να αγανακτεί. Την δέκατη μέρα ξυπνάει αισιόδοξος, σίγουρος ότι αυτή την φορά ήταν εντάξει.
– Γυναίκα, που είναι τα γουρούνια; ρωτάει όλο ελπίδα. Στην λάσπη ή στο γρασίδι;
– Ούτε το ένα, ούτε το άλλο, λέει αυτή. Έχουν μπει στο αγροτικό και σε περιμένουν.